- -τα
- κατάλ. τού πληθ. αριθμού τών περιττοσύλλαβων ουδ. ονομάτων σε -α, -ατος (πρβλ. ὄνομα, ὀνόματος) η οποία χρησιμοποιήθηκε αναλογικά για τον σχηματισμό παρλλ. επεκταμένων τ. πληθ. αριθμού ισοσύλλαβων ουδ. ήδη τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. προσώπα - τα: πρόσωπα) αλλά κυρίως στη Νέα Ελληνική σε ποιητ. ή διαλ. τ. (πρβλ. αλόγα-τα, πάχη-τα). Ανάλογα με τον τ. τής ονομ. πληθ. η κατάλ. αυτή απαντά με τις μορφές -α-τα (πρβλ. βουτύρ-α-τα: βούτυρα) και -η-τα (πρβλ. βάθ-η-τα: βάθη). Ειδικότερα για τη μορφή -η-τα έχει διατυπωθεί η άποψη ότι έχει προέλθει από τον τ. βάθη-τα, ο οποίος σχηματίστηκε από εσφαλμένη συμπροφορά τών λ. βάθη και τα στην εκκλησιαστική φρ. εἰς τὰ βάθη τὰ τῆς θαλάσσης.
Dictionary of Greek. 2013.